αεροχτυπιέμαι

αεροχτυπιέμαι
και αγεροχτυπιέμαι
1. χτυπιέμαι απ’ τον άνεμο, ανεμοδέρνομαι
2. χτυπιέμαι από αερικό, προσβάλλομαι από δαιμόνια
3. (μτχ.) αεροχτυπημένος και αγεροχτυπημένος, -η, -ο
αυτός που έχει προσβληθεί από αερικά, από δαιμόνια, ο δαιμονισμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αεροχτυπιέμαι — αεροχτυπήθηκα, αεροχτυπημένος, προσβάλλομαι από τα αερικά (δαιμονικά): Όλοι στο χωριό πίστευαν πως ήταν αεροχτυπημένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αεροχτυπημένος — και αγεροχτυπημένος, η, ο βλ. αεροχτυπιέμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”